- γρυλίζει
- γρῡλίζει , γρυλίζωgruntpres ind mp 2nd sgγρῡλίζει , γρυλίζωgruntpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορυνθεί — ὀρυνθεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γρυλίζει» … Dictionary of Greek
υστριχίδες — (Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη … Dictionary of Greek